- αιγίδιον
- αἰγίδιον, το (Α) [αἴξ]μικρή κατσίκα, κατσικάκι, ερίφι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰγίδιον — kid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιδίοις — αἰγίδιον kid neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιδίου — αἰγίδιον kid neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιδίων — αἰγίδιον kid neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγιδίῳ — αἰγίδιον kid neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγίδια — αἰγίδιον kid neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Giles (given name) — Infobox Given Name Revised name = Giles imagesize= caption= pronunciation= gender = Male meaning = Shield bearer region = origin = Greek related names = footnotes = Giles is a male given name. EtymologyGiles is the Medieval English form of the… … Wikipedia
αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… … Dictionary of Greek
αιγιδώδης — αἰγιδώδης, ες και αἰγιδοειδής (Μ) αυτός που έχει μορφή κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγιδίον + ειδὴς < εἶδος] … Dictionary of Greek
γίδι — το 1. το νεογνό τής γίδας, κατσικάκι 2. γίδα οποιασδήποτε ηλικίας 3. (για ανθρώπους) άξεστος, αγροίκος 4. (για παιδιά) ζωηρός, ατίθασος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αιγίδιον («μικρή κατσίκα, κατσικάκι»), υποκορ. του αιξ(αιγός)] … Dictionary of Greek